- παρεπιδείκνυμι
- Α [επιδείκνυμι]1. δείχνω κάτι παράλληλα, ταυτόχρονα με κάτι άλλο2. επιδεικνύω κάτι σε κάποιον3. μέσ. α) φανερώνω, εκδηλώνω, εκθέτω τις ιδέες μουβ) (με μειωτ. σημ.) επιδεικνύομαι, κάνω επίδειξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.